.

.
.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Τελειώσαμε με την αδερφή σου Γιώργο...



<< Εμένα τη γυναίκα του να με πει να μη ξαναπατήσω σπίτι; Εμένα να στείλει στο διάολο και να πει που θα με σαπίσει;>> 
Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα και είδε να πέφτουν ρούχα από το παράθυρο, τα ρούχα της! 
Μια γειτόνισσα που είδε το συμβάν ειδοποίησε και τις άλλες, μαζεύτηκαν κι έκαναν χάζι τη Λαμπρινή που μάζευε όπως όπως το ρουχομάνι της από το δρόμο. Καμιά τους δεν την χώνευε γιατί είχε μαλώσει με όλες. Με τη μία παρεξηγήθηκε επειδή ήταν μοδίστρα και ήθελε να της ράψει αρσίζικο φουστάνι χωρίς μανίκια, για ποια την πέρασε; Με τη γυναίκα του φούρναρη επειδή της έτρωγε τις πατάτες από το ταψί που πήγαινε για ψήσιμο και όταν το έπαιρνε τις έβλεπε λειψές, το ίδιο και με το γιουβέτσι. Αγανάχτησε ο φούρναρης  που τους κακολόγησε και η γυναίκα του της φώναζε ότι το μήνα μια φορά ψήνει μισή οκά κρέας κατιμά κι αφού μαζεύει είναι λογικό να γίνεται μια βούκα* και να γλύφουν τα κόκαλα. Τρία σοκάκια πιο πέρα, άδικα κατηγόρησε τη βοτανού που καλοπάντρεψε την κόρη της ότι έριξε μάγια στο φαΐ του γαμπρού αλλιώς δε θα την έπαιρνε ούτε αυτός την ασχημομούρα της που μήτε αρσενικό γατί δε γύριζε να τη δει.
Όταν τα μάζεψε κι έφευγε με το κεφάλι σκυμμένο, κατακόκκινη από ντροπή, άκουγε τη χαρά και τα γέλια τους. 
<<Στα τσακίδια να πάει, καλά την έκανε ο άντρας της την κακόστομη, τη γρουσούζα, που άδικη ώρα να την έρτει!>>

- Μέχρι και τη μπατανία σήκωσε απέ το κρεβάτι και με την πέταξε κάτου! Διες τι μ' έκανε ο παλιάνθρωπος, διες στις οχτρές μου ρεζιλίκια! Στις δρόμοι με έβγαλε, στο διάολο μ' έστειλε, ποιαν; Εμένα τη γυναίκα του που στραβώθηκα και τον πήρα, που κακό χρόνο να 'χει! Τι να κάμω τώρα εγώ; Αλλά φταίτε κι εσείς που δεν τόνε μιλήσατε άμα βλέπατε τα φερσίματά του! Δεν έχω οικογένεια εγώ να με προστατέψει! Πού είναι κι αυτός ο αδερφός μου να με σταθεί για; Ο νους του στις εξοχές και τη φαμίλια του κι εγώ να τυραννιέμαι με το κακό που έπαθα! Να τον πεις να πάρεις κι εμένα να με φυσήξει κομμάτι αέρας που το κεφάλι μου κοντεύει να με σπάσει!



Κόλπος της ήρθε της κυρίας Δόμνας που έφευγε την επομένη για το εξοχικό να το ετοιμάσει για τη νύφη και τον εγγονό της. 
Τέτοια συμφορά τους βρήκε και ήταν αναμενόμενη βέβαια με την παλαβή την κόρη της αλλά έτρεμε μη μαθευτεί τώρα που ήταν ακόμα λεχώνα η νύφη της κι έπλεε το ζευγάρι σε πελάγη ευτυχίας. Πως θα ξεστομούσε τέτοιο πράγμα στο γιο της κι αυτός τι θα έλεγε στη γυναίκα του; Η Λαμπρινή την έβριζε που ήθελε να φύγει χωρίς εκείνη και η μάνα της προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι δεν γίνεται, θα μιλούσε με το Γιώργο κρυφά από τη γυναίκα του και θα της  έλεγαν μαλακά τι συνέβη σε λίγες μέρες. Όσο άκουγε αυτή να υποστηρίζει η μάνα της τη νύφη τόσο σκύλιαζε και ήθελε να την ξεσκίσει! Ευτυχώς που η Ζωίτσα είχε φύγει για διακοπές και γλίτωνε η έρμη προς το παρόν τα ρεζιλίκια στο γαμπρό.  Μαύρες μέρες ήρθαν κι ένας Θεός ήξερε τι θα γινόταν... 
Του σκοτωμού έφυγε η κυρά Δόμνα αφήνοντας ερωτηματικά στις αδερφές και πήγε αμέσως στο μαγαζί να μιλήσει με το γιο της. 
Φτάνοντας με την ψυχή στο στόμα κατάλαβε από το ύφος του παιδιού της ότι τα ήξερε και ήταν σίγουρη ότι έγινε φασαρία. Η Λαμπρινή είχε πάει στο σπίτι του και μόνο στα χέρια που δεν πιάστηκαν. Απαίτησε από τον αδερφό της να πάει στον άντρα της να τον αγριέψει, να τον απειλήσει, να τον αναγκάσει να ζητήσει συγγνώμη για το φέρσιμό του, να γυρίσει εκείνη στο σπίτι τους. Κι αυτό να γίνει άμεσα, μη τον ξελογιάσει καμιά με τον καιρό, γιατί  αν πιάσει αμορόζα* δυσκολεύουν τα πράγματα. 
-  Με ανέβασε το αίμα στο κεφάλι σε λέω μάνα, άμα την άκουγε κάνας άθρωπος που δεν τηνε ήξερε θα έλεε ότι την έχουμε παρατημένη στη μοίρα της και δεν την αγαπούμε κι όλα αυτά που ξέρασε ο στόμας της. Η Σουλτάνα λεχούσα είναι, βυζαίνει το μωρό, μπελάδες θα έχομε απάνου στη χαρά μας, τι να κάμω; 
- Παιδάκι μου, έχω τρελαθεί μ' αυτή την κατάσταση κι εγώ και όλους σας σκέφτομαι. Σε λίγο καιρό θα επιστρέψουν και η Ζωίτσα με τον Παύλο, μια πόρτα είμαστε και πες με τι να κάμω; Μπρε γιόκα μου, έτσι να χαρείς, πήαινε βρες το Θανάση να πείτε δυο κουβέντες, μπορεί και να τον έφυε ο μεγάλος θυμός και να τήνε μαζώξει σπίτι πάλι, άντε μπας και βρούμε κομματάκι ησυχία.
- Εσένα σκέφτομαι πιο πολύ καλέ μάνα που θα σε φάει. Ο Θανάσης το ξέρουμε ότι έχει χίλια δίκια κι εδώ που τα λέμε πολύ την κράτησε, τον μαύρισε την ψυχή η τρελή. Μούτρα δεν έχω να διω τον άθρωπο αλλά θα πάω... Μόνο για σένα θα το κάμω... 

Πήγε και τον βρήκε στο σπίτι. Τον καλοδέχτηκε ο Θανάσης γιατί τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε πολύ το Γιώργο. Έβγαλε ούζο με μεζεδάκι κι άναψαν τσιγάρο. Μετά τις πρώτες γουλιές συζήτησαν το φλέγον θέμα. Του είπε για την υπομονή που έκανε τόσα χρόνια, τα γνωστά σε όλους τους καμώματα της αδερφής του και κάτι που δεν ήξερε και τον εξέπληξε. Εδώ κι ένα χρόνο σχεδόν δεν τον άφηνε να την αγγίξει! 
Άναυδος έμεινε ο Γιώργος μ' αυτή την αποκάλυψη του γαμπρού του. Σκέφτηκε τα λόγια που του είχε πει χαχανίζοντας κάποτε η Σουλτάνα. 
<<Αυτή μάτια μου άντρα δεν έχει και βάζω ό,τι στοίχημα θες! Γκιουζελίμ παλικάρι ο Θανάσης σίγουρα ζορίζεται με δαύτηνα που φορεί τις καμιζόλες και τις χοντρές τις κάλτσες ακόμα και στον ύπνο της  και χώνεται κάτω απέ τη μπατανία που τσιμπάει κιόλας η τρίχα της! Όποια γυναίκα θέλει και το πονηρό, κανονίζει τη ρότα της για! Θα μπλεχτεί ο άντρας της με άλλη να 'βρει την υγειά του κι αυτή θα γεροκομηθεί παρέα με τη μάνα σας. >> 

- Θανάση πάντα σε λογάριαζα για αδερφό μου και το ξέρεις. Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο, δε σε κατηγορώ για τίποτα, μα σαν αδερφός είχα χρέος να σε μιλήσω. Ένα πράμα θέλω μόνο να με πεις, τα χωρίσματά σας είναι οριστικά; Αν νομίζεις να κάνετε μια ακόμα προσπάθεια πες με να ξέρω, καταλαβαίνεις τη θέση μας... 
Αντί να απαντήσει ο Θανάσης σηκώθηκε, έβαλε μουσική, πήγε στο άλλο δωμάτιο και γύρισε σε λίγα λεπτά.
- Τελειώσαμε με την αδερφή σου Γιώργο, του είπε πικρά...



Βούκα - Μπουκιά

Αμορόζα - Ερωμένη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου