.

.
.

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Καλέ τι γιατρό, ματιαγμένη είναι η κοπέλα για!




Με μακριά τουαλέτα και γούνα μονοκόμματη ριγμένη στους ώμους, στεφάνωσε η Σουλτάνα την Αθηνά ένα απόγευμα του Δεκέμβρη. 
Αν και είχε τσουχτερό κρύο ένιωθε τα μάγουλά της φλογισμένα και η ζαλάδα ίσα που την άφηνε να σταθεί στα πόδια της. Το μυστήριο τελείωσε κι ακολούθησε το παραδοσιακό γαμήλιο τραπέζι όμως η θέα και μόνο των φαγητών της έφερνε ναυτία, δε μπορούσε ούτε μπουκιά να βάλει στο στόμα της. 
- Τι έχεις κοκόνα μου, μήπως πήρες κρύο; 
- Δεν ξέρω Γιωργάκη μου, κομματάκι το στομάχι μου έχει ένα κάψιμο αμά θα περάσει. Θα ψήσω ένα χαμόμηλο μετά στο σπίτι. 
Ήξερε ότι περίμενε παιδί αλλά το κρατούσε για έκπληξη. Να τελείωναν οι φούριες του γάμου πρώτα και θα του το έλεγε την Καλή Βραδιά* πριν έρθουν οι καλεσμένοι στο σπίτι τους. 
Σηκώνοντας την κουμπάρα και κουνιάδα του ο γαμπρός να χορέψει θόλωσαν τα πάντα γύρω της και σωριάστηκε στο πάτωμα πριν προλάβει κάποιος να την κρατήσει.
- Αχού τι γένηκε άξαφνα! είπε η Ανθούλα. Καταγής πεσμένη κι άσπρη σαν το χασέ λιγοθυμισμένη, φωνές, κλάματα, τι να σε λέω! Κι ο καημένος ο Γιωργάκης ετσίριζε ένα γιατρό τρεχάτε γλήγορα, τη χάνουμε τη Σουλτάνα! Η νύφη επέταξε τα πέπλα και μοιρολόγαγε αχ αδερφούλα μου, εγώ τραβούσα τα μαλλιά μου, της τρελής σε λέω! 
Πετάχτηκε και μια συμπεθέρα και λέει καλέ τι γιατρό, ματιαγμένη είναι η κοπέλα για! Νερά την ερίχνανε, σταυρώματα την εκάμανε όλα αυτά που σε λέω ίσια με δυο λεπτά γενήκανε κι άξαφνα ανοίγει τα μάτια της και λέει τον Γιωργάκη: Πολύ θα με τυραννίσει ο γιος σου με φαίνεται! κι έπιασε την κοιλιά της.
- Το τι γίνηκε Μυρτώ μου κείνη την ώρα....Αχ ο Γιωργάκης μου αρχικά χαμένος, οι άλλοι να γελούνε, να τον αγκαλιάζουνε... Εκείνος συνήλθε και με σήκωσε αγκαλιά, με φίλαγε, έκλαιγε, με φώναζε όλα τα γλυκόλογα του κόσμου κι εκεί απάνου ήρτε κι ο γιατρός! Δράμα περίμενε να διεί αμά κωμωδία είδε, χαρές και πανηγύρια πιο πολλές απέ αυτές του γάμου. Ωστόσο εγώ είχα συνέλθει και τους φώναξα να σύρουμε κι ένα χορό! Η κλαμένη πεθερά και οι κουνιάδες μου δε με αφήνανε μη και πέσει το παιδί. Τις είπα είμαι καλά και μια φορά επάντρεψα την αδερφή μου και θα το κάψουμε! 
 Η μεγάλη μου η κουνιάδα που γιαγκίνι* να τηνε κάψει με κοιτούσε λοξά απέ τη ζούλια της γιατί παιδί δεν είχε κάμει αλλά και γιατί τρωγούντανε μια ζωή με τα άντερα της και με όλονε τον κόσμο, θα σε τα πω μετά. Η μικρή η Ζωίτσα ήτουνε χρυσό κορίτσι και ως τα τώρα πικρή κουβέντα δεν είπαμε. Αχ καλέ να θυμηθώ να τηνε τελεφωνήσω την αγάπη μου να διώ πως είναι που τηνε πόναε η ράχη της.

Ξετρελαμένος ο Γιώργος συμφώνησε με τη γυναίκα του να έρθει η μάνα του στο σπίτι τους να την προσέχει και να τη βοηθάει μέχρι "να δέσει το παιδί" κι έτρεχαν να ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία της. Ακόμα και χωρίς να ζητήσει κάτι με την υποψία και μόνο ότι θα της μύριζε ή θα το λαχταρούσε έπρεπε να υπάρχει στο σπίτι απαραίτητα! Η τόσο καλή κυρία Δόμνα που λάτρευε τη νύφη της, της πέρασε το βαρύ κωνσταντινάτο που φορούσε η Σουλτάνα εκείνη τη μέρα, η Φωτεινή ξεκίνησε να κεντάει τα ζιπουνάκια, η μοδίστρα της ετοίμαζε τα φορέματα της εγκυμοσύνης. 
Με την κοιλίτσα φουσκωμένη σεργιάνιζε καμαρωτή τις βιτρίνες για τα πασχαλινά ψώνια κι άφηνε τις τσάντες στο μαγαζί τους, ξεκουραζόταν λιγάκι κι έφευγε ξανά. Η εγκυμοσύνη της κυλούσε ομαλά κι ο γιατρός της είπε να περπατάει όσο αντέχει για να έχει εύκολο τοκετό, άλλο που δεν ήθελε η Σουλτάνα που δε χόρταινε τις ανοιξιάτικες μέρες. 
Είχε κλείσει τον έκτο μήνα και πρώτα ο Θεός θα ελευθερωνόταν τον Ιούλιο κι όταν σαράντιζε με το καλό θα έφευγαν στο εξοχικό για να μην υποφέρει η λεχώνα και το βρέφος από την αφόρητη ζέστη. Το κομμωτήριο θα έκλεινε και θα πήγαινε μαζί τους να παραθερίσει και η Ανθούλα που από τότε που παντρεύτηκε η Αθηνά  γύρισε ξανά στης Φωτεινής. Κοπέλα μικρή κι ελεύθερη δεν ήταν σωστό να μένει μόνη.
- Με αμυγδαλόλαδο έτριβα την κοιλιά και τα πόδια μου για να είναι μαλακά και να μη χαλάσει το σώμα μου απέ την εγκυμοσύνη. Με είπε ο γιατρός άλλο τίποτα μη βάζω. Τα αιθέρια που τα λέτε τώρα και τα σχετικά αρωματικά να ξέρεις απαγορεύουνται όταν η γυναίκα είναι σε ενδιαφέρουσα! 
Γέννησε καλά ένα πρωινό τις πρώτες μέρες του Ιουλίου κι έκανε το Γιώργο και τους δικούς του τρισευτυχισμένους με το παχουλό και γερό αγοράκι που έφερε στον κόσμο. 
Το μωρό χρυσώθηκε απ' όλους και ένα πανέμορφο παντατίφ με χοντρή καδένα ήταν το δώρο του Γιώργου στη γυναίκα του που τον έκανε πατέρα. Η πεθερά της πέρασε δαχτυλίδι με γαλάζια πέτρα.
Ήταν τόσο σίγουρη ότι θα γεννούσε αγόρι και τα είχε φτιάξει όλα γαλάζια, μέχρι και την κούνια του. 
- Η Φωτεινή μας δυο κοριτσάκια είχε και με πείραζε ότι κι εγώ κόρη θα κάμω επειδής αυτά είναι κληρονομικά. Αλλά εγώ την είπα ο καλός Θεούλης χατίρι δε με έχει χαλάσει και ό,τι τον έχω ζητήσει με το χαριτώνει. Αγόρι τον ζήτησα κι αγόρι θα γεννήσω!


Στο εξοχικό τους είχε πάει πριν η πεθερά της. Το ετοίμασε, έφτιαξε κρέμες δυναμωτικές για τη μανούλα που θήλαζε κι ένα σωρό γλυκά και φαγητά για να μη κουραστεί και η Ανθούλα μια που δούλευε όλο σχεδόν το χρόνο. Θα έμενε λίγες μέρες κι εκεί να βοηθήσει με το μωρό. Από τη μέρα που γέννησε η Σουλτάνα το χέρι της στο νερό δεν την άφηνε να βάλει, όλα εκείνη τα έκανε. Μάνα αληθινή στάθηκε και τη λάτρευαν όλες οι αδερφές. 
- Κάτι σα να είχε η κυρά Δόμνα και ας μη το έδειχνε. Λέω τη Σουλτάνα μπρε αδερφή για διέτηνα την πεθερά σου, κομμάτι σεκλετισμένη με φαίνεται η χριστιανή, τι να τήνε συμβαίνει; 
Άρον άρον τα μάζεψε κι έφυγε για της κόρης της η κυρία Δόμνα προφασιζόμενη ότι ήταν άρρωστη κι έπρεπε να βρίσκεται εκεί να βοηθήσει. Δεν διευκρίνισε ακριβώς τι έχει. Κάτι για πονοκεφάλους είπε κι ότι θα είχε φιλοξενούμενη την κουνιάδα της, δεν κατάλαβαν καλά. Πολύ παράξενη η συμπεριφορά της και σαν κάτι κακό ψυχανεμίσθηκε αλλά περίμενε τον άντρα της για να μάθει. 
Καθισμένες στον κήπο απολάμβαναν την παγωμένη λεμονάδα τους και το μωράκι κοιμόταν στην καλαθούνα του κάτω από τη δροσιά της πυκνής κληματαριάς, εκεί ήταν η θεσούλα του. Σχέδια για τη βάφτιση είχαν ξεκινήσει. Τι θα φορέσουν, τι δώρο θα έπαιρναν στο νονό, με τι λιχουδιές θα γέμιζαν το τραπέζι. Η Σουλτάνα σκεφτόταν τον καιρό μετά από τέσσερις μήνες μήπως και κρυολογούσε το παιδί κι έλεγε να το αφήσουν για αργότερα αλλά δεν έβλεπε και την ώρα να ακούσουν το όνομα. Ιάκωβος, όπως ο συχωρεμένος ο παππούς του, τι χαρά θα έδινε στην οικογένεια που τόσο αγαπούσε! Σκεφτόταν τον άντρα της, την πεθερά της, τη Ζωίτσα την κουνιάδα της, τη Λαμπρινή τη στριμμένη ούτε και την υπολόγιζε. Γελούσαν και κορόιδευαν τα καμώματά της έτσι για να περνάει η ώρα.  Περίμεναν το Γιώργο που έκλεισε για λίγες μέρες το μαγαζί και θα έμενε μαζί τους μέχρι το τέλος του μήνα. Έφτασε φορτωμένος δώρα για τις γυναίκες και το μπέμπη. 
Η Άνθω έτρεξε στην κουζίνα να ετοιμάσει το δίσκο με το παγωμένο νερό, το  απαραίτητο γλυκάκι και τον καφέ. Διακριτική όπως ήταν καθυστέρησε αρκετά, να μείνουν λίγο οι δυο τους. Μπορεί να ήθελαν να πουν και καμιά κουβέντα προσωπική σαν ανδρόγυνο, είχαν και μέρες να ειδωθούν.
Ξαφνικά άκουσε τη Σουλτάνα να φωνάζει, το Γιώργο να προσπαθεί να την ηρεμήσει, περίμενε λιγάκι και βγήκε με το δίσκο στα χέρια. Τον άφησε στο τραπέζι και πήρε μέσα το μωρό που είχε ξυπνήσει από τις φωνές κι έκλαιγε να το ηρεμήσει. 
- Ημέρεψε κοκόνα μου, μια κουβέντα είπα... Έλα μη σε κοπεί το γάλα. 
- Τι να ηρεμήσω με λες, ε; Θα με κουβαληθεί στο σπίτι η αδερφή σου η ανάποδη να με συγχύζει; Μια στο τόσο που βλεπούμασταν πρόβλημα δεν είχα κι ούτε συζήτηση σε έκανα απέ τότες που γίνηκε η παρεξήγηση, αμά στραβή δεν είμαι και την έβλεπα τη ναμκιόρα* πως μας κοιτούσε ούλους με μισό μάτι. Ήθελε να τραταριστεί, έχει καλώς, δεν ήθελε, μην έσωνε! Λόγια και γρίνιες και να βρούμε και το μπελά μας ούτε ήθελα αμά ούτε και θέλω, καλά είμαστε στην ησυχία μας με το μπέμπη μας.  Και φταίω κι εγώ που προσπάθησα να τηνε ορμηνέψω να γένει άθρωπος και να κρατήσει τον άντρα της, τα λόγια μου χαμένα επήανε! Τη μάνα σου την καημένη λυπούμουνα που έκαμε τα πικρά γλυκά αμά την κακοκεφαλιά της εμείς θα τήνε πλερώσουμε τώρα; 
Ξαναμένη σηκώθηκε, πέταξε και το ποτήρι της με δύναμη κάτω και μπήκε έξαλλη στο σπίτι. Το μωράκι είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά της θείας του και της έκανε νόημα να το βάλει στην κούνια, τράβηξε απότομα την αδερφή της από το χέρι και κλειδώθηκαν στο άλλο δωμάτιο. 

Από το παράθυρο είδαν το Γιώργο να κοιτάζει απελπισμένος τα σπασμένα γυαλιά...




Καλή Βραδιά - Η παραμονή της πρωτοχρονιάς 

Γιαγκίνι - Φωτιά

Ναμκιόρα - Αχάριστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου