.

.
.

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Άντε στη μαμά σου αγόρι μου!


- Καταδίκη κι αυτή όμως βρε Βιβή, υποχρεωμένος μια ζωή να τους τα ακουμπάει... 
- Στάσα μου, αν το ήξερα, δε θα τον είχα πάρει, για σχέση έτσι απλά καλός ήταν. Αν δεν ήταν τόσο τσιγκούνης, δε θα έκανα τίποτα απ' όλα αυτά. Αλλά να υπολογίζει και το ψίχουλο από το ψωμί και τη σταγόνα του νερού, όχι, θα τον ξεκοκάλιζα για να μάθει! Ας μη παντρευόταν, ας ταξίδευε μια ζωή για δαύτες, εγώ τι του έφταιξα; Μόλις του είπα ότι αυτό το σπίτι μάλλον θα διαλέξουμε, αλλά άκουσα και για κάποιο άλλο και θα πήγαινα να το δω, τον ξαπόστειλα στο καράβι. Οι λογαριασμοί που είχε έγιναν κοινοί για να τραβάω λεφτά για τον εργολάβο και τα υπόλοιπα του σπιτιού. Αν μπορούσε, ας έκανε κι αλλιώς ο καπετάνιος, με το παιδί του είχα βάλει το μαχαίρι στο λαιμό. Ούτε στις άλλες δεν πρόλαβε να μιλήσει που έσπαζαν τα τηλέφωνα. Η μάνα μου τους είπε ότι δεν προλαβαίνει, έχει τρεχάματα με την εγκυμοσύνη μου, ψάχνουμε τα μωρουδιακά. Λυσσάξανε οι άτιμες! 

Με ένα μαξιλάρι στην κοιλιά κάτω από το καλσόν, πήγαν μάνα και κόρη στη Χίο. Η θεία τις κάλεσε να περάσουν λίγες μέρες εκεί και μετά θα πήγαιναν στην Κέρκυρα, να δουν τα παιδιά. Πρόσκληση δεν είχε γίνει φυσικά, η Ερασμία δήλωσε ότι ήθελε να τους δει πριν επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και θα έπαιρνε και τη Βιβή να ξεσκάσει, πολύ είχε ζοριστεί τον τελευταίο καιρό. Σεργιανούσε η "εγκυμονούσα" καμαρωτή να τη δουν όλοι και παραμόνευε τις κουνιάδες της, έπρεπε να δοθεί τέλος στην αφαίμαξη. Η συνάντηση έγινε με τη μεγάλη, που γύριζε φορτωμένη ψώνια από την αγορά. Λίγο ακόμα και θα της έπεφταν οι τσάντες απ' τα χέρια όταν την κάρφωσε το παγωμένο βλέμμα της Βιβής. 
- Να χαθεί η σιχαμένη! Σαν άγαλμα έμεινε όταν με είδε και μου έδωσε το χέρι ψυχρά. 
- Καλωσόρισες, ο αδερφός μου που είναι; Ούτε ξέρουμε που βρίσκεται, δε μας ειδοποίησε ότι θα έρθετε. 
- Ο αδερφός σου αυτή τη στιγμή είναι στη Βραζιλία, πως να σε ειδοποιούσε;
- Τι; Στη Βραζιλία; Κι εσύ πως ήρθες εδώ μόνη σου, συμβαίνει κάτι; 
- Ναι βρε Γεωργία, ήρθα για να πουλήσουμε τα χτήματα, δεν τα χρειάζεται εδώ, τι να τα κάνει; 
- Τα χτήματα; Δεν είμαστε καλά! Πως θα τα πουλήσει, γιατί να τα πουλήσει; Δική σου δουλειά είναι αυτή, ο Μιχάλης μας δεν ήταν τέτοιο παιδί. Από την ώρα που τον έμπλεξες άλλαξε, μαύρη η ώρα που σε πήρε! Γι αυτό έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, σα να μην υπάρχουμε εμείς! 
- Πόσο ηλίθια είσαι λοιπόν! Τα χτήματα είπαμε να τα πουλήσουμε και να σας μοιράσει τα λεφτά, γιατί μετρητά δεν έχει άλλα να σας δώσει. Πρέπει να κοιτάξει και την οικογένειά του, παιδί περιμένει, δε με βλέπεις, ή δεν το ήξερες; 
- Α! Είπα κι εγώ, τρελάθηκε ο αδερφός μας; 
- Δηλαδή δεν έχεις αντίρρηση αν τα πουλήσει και πάρετε το παραδάκι ζεστό ζεστό; 
- Άμα έτσι αποφάσισε, καλώς καμωμένο είναι, δικά του είναι, ό,τι θέλει τα κάμει! Εγώ έτσι δα που το άκουσα, είπα... 
- Ότι τα πουλάει για να τα χαρεί με μένα, ε; Λοιπόν, άκου Γεωργία, ό,τι του φάγατε του φάγατε! Από δω και πέρα, δεν πρόκειται να ξαναδείτε ούτε δραχμή από τον άντρα μου. Επίτηδες στο είπα για τα χτήματα, να δω τις αντιδράσεις σου! 
- Παλιογυναίκα, ψεύτρα, τόνε βρήκες και τόνε εκμεταλλεύεσαι, που μας έκανες άνω κάτω και μας χώρισες από τον αδερφό μας! Καλά σου κάμει η μάνα μας και σε καταριέται μέρα νύχτα! 
- Της τράβηξα δυο μούντζες, είπα αν πάθω κάτι στην κατάστασή μου θα φταίει αυτή και οι κατάρες της μάνας της, την έφτυσα κι έφυγα. Αυτή ακόμα έλεγε, πήγα σπίτι και λέω φεύγουμε, αυτό κι αυτό έγινε. Η θεία μου έκανε τα πάντα για να μας κρατήσει, εγώ όμως της είπα ότι δεν αισθάνομαι καλά και πρέπει να πάω στην Αθήνα, να με δει ο γιατρός μου. Είχε δεν είχε η αδερφή του με σύγχυσε κι ένας Θεός ξέρει τι θα γίνει! 

Γελούσαν με την Ερασμία για την ταραχή που έδωσε στην κουνιάδα της. Τους χρειαζόταν ένα καλό μάθημα, δε θα μπορούσαν να συνεχίσουν έτσι σαν ζευγάρι. Η μάνα της έμαθε και κάτι άλλο που τις θορύβησε ιδιαίτερα. 
- Ο αδερφός της πεθεράς σου ξέρεις πως πέθανε; Είχε πολύ σοβαρό πρόβλημα στους πνεύμονες κι είχε νοσηλευτεί πολλούς μήνες στο νοσοκομείο. Όταν επιτέλους βγήκε, οι γιατροί του απαγόρεψαν να κουράζεται και να μη σηκώνει καθόλου βάρη, να φυλάγεται από την πολλή ζέστη ή το κρύο και την υγρασία. Η γυναίκα του τον πρόσεχε σαν τα μάτια της μέχρι που άρχισε να συνέρχεται ο καημένος. Η αδερφή τους η μεγάλη που είχε χάσει από χρόνια τον άντρα της, είχε λεφτά με τη σέσουλα αλλά ήταν πολύ τσιγκούνα και δεν ξόδευε να κάνει τη δουλειά της. Όλο στον αδερφό της παράγγελνε να πάει να της κάνει τα χαμαλίκια. Μάζεψε υγρασία η ταράτσα της και πριν χειμωνιάσει τον φώναξε να της στρώσει μονωτικό. Η γυναίκα του της είπε ότι δεν κάνει να κουραστεί και να κρυολογήσει και η στρίγκλα της έστησε καβγά, σκοτώθηκαν νύφη με κουνιάδα. Έβαλε του καημένου το μαχαίρι στο λαιμό, να μην ακούει πολύ τους γιατρούς και είναι μια χαρά, δεν ήταν και καμιά σοβαρή δουλειά που θα τον κούραζε. Με το μουρ μουρ δεν άντεξε και της είπε θα πάει, μάλωσε και με τη γυναίκα του, μαλλιά κουβάρια και οι τρεις. Μέρες τυραννιόταν ο άνθρωπος, ίδρωνε και του ανέβαζε νερό παγωμένο η τρελή χωρίς καν να αλλάξει φανέλα. Έπεσε με σαράντα πυρετό και οι γιατροί δεν κατάφεραν να τον σώσουν, από πνευμονία πήγε. Άρα, το έχουν όντως οικογενειακό τους, από τις αδερφάδες του κανείς να μη γλυτώνει! 


Το γράμμα που έστειλε η Βιβή στον άντρα της, περιέγραφε τη σύγχυση που πέρασε με τη "μεγάλη" και ήταν η αιτία να χάσει το παιδί, που ήταν αγόρι. Ετοιμαζόταν με τη μάνα της να πάνε στην Κέρκυρα για να τη δουν τα παιδιά και να προετοιμαστούν για το αδερφάκι τους. Μια μέρα πριν την πήρε το ασθενοφόρο με ακατάσχετη αιμορραγία, κινδύνευσε κι αυτή λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης. Δεν υπήρχε λόγος να ξεμπαρκάρει για τη γέννα που δε θα γινόταν, την επόμενη φορά θα ήταν πιο τυχεροί είπε ο γιατρός, αρκεί να μη περάσει ξανά τέτοια ταραχή. Ο Μιχάλης έκλαιγε μερόνυχτα, έμαθε από τη γυναίκα του μηχανικού, που ήταν φίλες, κοιτούσε τις φωτογραφίες με τη φουσκωμένη κοιλιά της και οι αναστεναγμοί του ακούγονταν και τους σπάραζαν την καρδιά. 
- Διέδωσε η μάνα μου στη γειτονιά ότι στις δύο τη νύχτα ήρθε και με πήρε το ασθενοφόρο. Έτσι έμαθαν όλοι για την αποβολή μου, να είναι πιστευτό. 
- Θεία, απίστευτα μου φαίνονται όλα αυτά, πως τα καταφέρατε και τους κοροϊδέψατε όλους; 
- Εσύ όταν βλέπεις μια γυναίκα έγκυο, πας και της σηκώνεις τη φούστα; Το μαξιλαράκι έκανε τη δουλειά του μια χαρά. Ο άντρας μου μέχρι τριών - τεσσάρων μηνών που του έλεγα ότι είμαι με είχε δει. Έβραζε και η μάνα μου όσπρια, είχα τρελαθεί στα φασόλια, που τα έτρωγα κρυφά για να πρήζομαι, εσύ αν φας πολλά δεν πρήζεται η κοιλιά σου;  Μετά μόνο από φωτογραφίες, μια κάθε μήνα για να δείχνω πιο φουσκωμένη. 

Η Στάσα κουνούσε το κεφάλι και ξαφνικά ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Θυμόταν σαν σε όνειρο την ιστορία, χωρίς τις ζουμερές λεπτομέρειες. 
- Πούλησα το σπίτι που υποτίθεται θα άφηνα στα παιδιά, γιατί θα έφευγα για το καινούργιο. Πολύ ωραίο διαμέρισμα, μεγάλες βεράντες, το επίπλωσα, το κλείδωσα κι έφυγα να τον βρω. Θα ταξίδευα πέντε μήνες μαζί του και θα γυρίζαμε μαζί. Ήξερε ότι μετακόμισα, όμως δεν έμαθε ότι το είχα πουλήσει βέβαια. Καλά δεν περάσαμε, τον πρώτο μήνα μου έκανε όλα τα χατίρια, μετά άρχισε πάλι τη γκρίνια για τα λεφτά. Και που πήραμε το σπίτι και τα έξοδα και η εφορία και μη αυτό και μη εκείνο. Τον παρατούσα μέσα κι έβγαινα με τους άλλους, τα ξημερώματα μαζευόμασταν στο βαπόρι. Και ψώνια για το σπίτι και για μένα και γλέντια και όλα όσα μπορούσα να κάνω. Στη Γαλλία γνώρισα και τον τρίτο, το δικηγόρο, τον θυμάσαι που είχαμε έρθει, μεγάλη ήσουν. 

Ένας ακόμα καφές κι όσο ψηνόταν, η Βιβή ζήτησε παγάκι για να βγάλει τα φρύδια της. Το ακουμπούσε για λίγα λεπτά πάνω απ' τα μάτια και δεν καταλάβαινε με το τράβηγμα καθόλου πόνο. Ζήτησε το νεσεσέρ της για να βάλει κρέμα μετά και να φτιάξει τα νύχια της. 
- Αφού δεν σεβάστηκε την αποβολή μου, που έφταιγε το παλιόσογό του, αυτά ήξερε κι άρχισε ξανά τις τσιγκουνιές στο δεύτερο μήνα, έμαθα κι ότι έστελνε πάλι λεφτά σ' αυτές, είπα τέλος, ως εδώ ήταν. Πριν γυρίσουμε έκανε προσπάθειες να ξαναμείνω έγκυος κι όταν μπήκαμε πια στο καινούργιο σπίτι άρχισε τα πόσο έδωσες γι αυτό, πόσο πήγε εκείνο, ακριβά τα ντουλάπια, γιατί μάρμαρο κάτω κι όχι πλακάκι και και και... Όταν είδε ότι ήταν όλα στο όνομά μου, άλλη φασαρία. Που να χτυπιόταν κάτω δε θα του περνούσε, έριξα μια λιποθυμία από τις γνωστές, υποψιάστηκε ότι ήμουν πάλι έγκυος και το βούλωσε. Άντε στη μαμά σου αγόρι μου να σε δει και να τη δεις κι άσε με να ηρεμήσω, δε θέλω άλλα προβλήματα, έχω και καθυστέρηση. Θα πω στην Αντιγονίτσα να έρθει να μείνει κοντά μου. 

Το σπίτι μοσχοπουλήθηκε σε γνωστό δικηγόρο των Αθηνών, ακριβώς μετά από ενάμιση χρόνο. Ο Μιχάλης το έμαθε από ένα σύντομο γράμμα της Βιβής, που του δήλωσε ότι φεύγει εκτός Ελλάδος, αγανακτισμένη από την κακομοιριά του και την αδυναμία του στη μάνα και τις αδερφές του. Ήθελε αποκλειστικότητα και δεν ανεχόταν να μοιράζεται τον άντρα της και τα καλά που θα μπορούσαν να έχουν μαζί.
-Τα πούλησα όλα, μη ψάξεις να με βρεις, ούτε η μάνα μου δεν ξέρει που βρίσκομαι. Έφυγα για τον Καναδά, που δε θα με έβρισκε, έμεινα εκεί έξι χρόνια, Εργάστηκα, έκανα και δυο τρεις σχέσεις, μια χαρά ήταν, ακόμα νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια. Είχαμε κάτι ξεχασμένους μακροσυγγενείς που δεν είχα μιλήσει ποτέ γι αυτούς στον άντρα μου.
Ηθικόν δίδαγμα, να κρατάς πάντα κάποια μυστικά, γιατί η ζωή δεν ξέρεις πως τα φέρνει!





2 σχόλια:

  1. Μα πως γίνεται αυτή η ανάρτηση χωρίς ένα σχόλιο?
    Που το κρύβεις Μαιρούλα μου το μπλογκς σου και δεν το βλέπουν? Η μήπως δεν αρέσουν οι ιστορίες σου. Τοσο ομορφα δωσμένες? Και μετά η μισή Ελλάδα μου βλέπει Τουρκικα μη τρελλαθώ. Σηριαλ τρελλό γίνεται η ζωή της Βιβής. Αλλη μανταμ Σουσου αλλά σε αλλο στυλάκι.

    Γράφε Μαιρούλα γράφε γλυκειά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μαιρούλα μου δεν το κρύβω, αλλά και δεν το διαφημίζω...χαχαχαχα!
    Ελάχιστες φίλες μου το έμαθαν τυχαία και με ρωτάνε για να μάθουν τη συνέχεια, μεγάλες πλάκες λέμε!
    Το αν αρέσουν ή όχι οι ιστορίες, δεν το ξέρω κοπέλα μου, πάντως σήριαλ η ζωή της Βιβής γίνεται άνετα. Δεν ήταν σαν τη μαντάμ Σουσού η συγκεκριμένη γυναίκα αλλά μια Σαντορινιά, η Αθανασία, ήταν σίγουρα και θα γελάσεις πολύ μ' αυτήν!

    Φιλάκια πολλά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή